- αλωνιάτικο, το
- αλωνιάτικο, το και συνήθ. στον πληθ., αλωνιάτικα η αμοιβή των αλωνιστών: Τα αλωνιάτικα τα πληρώσαμε σε σμιγάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλωνιάτικο — το (συνήθως στον πληθυντικό) τα αλωνιάτικα [αλωνιάτης] η δαπάνη για το αλώνισμα, η αμοιβή τού αλωνιστή σε χρήμα, ή, συνηθέστερα, σε είδος … Dictionary of Greek
αλωνιάτης — ο 1. αλωνιστής 2. αλωνιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + παραγ. κατάληξη ιάτης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλωνιάτικο] … Dictionary of Greek
αλωνιστικός — ή, ό [αλωνιστής] 1. αυτός που αναφέρεται στο αλώνισμα 2. ο κατάλληλος για αλώνισμα 3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλωνιστικό ή τα αλωνιστικά το αλωνιάτικο* … Dictionary of Greek